καμπαί

καμπαί
καμπή
winding
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κάμπαι — Κάμπη caterpillar fem nom/voc pl Κάμπᾱͅ , Κάμπη caterpillar fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμπαι — κάμπη caterpillar fem nom/voc pl κάμπᾱͅ , κάμπη caterpillar fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήψη — η (AM λῆψις) 1. το να παίρνει ή να πιάνει κάποιος κάτι στα χέρια του, πάρσιμο, αποδοχή, παραλαβή (α. «λήψη χρημάτων» β. «ἡ τοῡ μισθοῡ λῆψις», Πλάτ.) 2. το να δέχεται κάποιος κάτι στον οργανισμό του (α. «λήψη τροφής» β. «λήψη ακτίνων» γ. «λήψη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”